τυμβεύειν

τυμβεύειν
τυμβεύω
bury
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυμβεύω — Α [τύμβος] 1. αποτεφρώνω ή θάβω νεκρό, κηδεύω 2. (αμτβ.) είμαι ενταφιασμένος («εἴτε χρῇ θανεῑν εἴτ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ», Σοφ.) 3. φρ. «χοὰς τυμβεύω τινί» επιχύνω σπονδές στον τάφο κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”